ομοπλαστικός

ομοπλαστικός
-ή, -ό [ομοπλαστία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοπλαστία
2. αυτός που παρουσιάζει το βιολογικό φαινόμενο τής ομοπλαστίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”